ἀνάθεμα — anything dedicated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… … Dictionary of Greek
ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… … Dictionary of Greek
ἀνάθεμ' — ἀνάθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθεμάτων — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθέμασι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθέμασιν — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθέματα — ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθέματι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναθέματος — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)