ανάθεμα

ανάθεμα
το, -ατος
1. αναθεμάτισμα, αφορισμός: Ήταν η εποχή που είχε γίνει το ανάθεμα του Βενιζέλου.
2. έκφραση κατάρας: Ανάθεμά σε ξενιτιά!
3. επιφώνημα στενοχώριας: Ανάθεμα κι αν κατάλαβα τίποτε!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀνάθεμα — anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • ανάθημα ή ανάθεμα — Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή… …   Dictionary of Greek

  • ἀνάθεμ' — ἀνάθεμα , ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθεμάτων — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέμασιν — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματα — ἀνάθεμα anything dedicated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματι — ἀνάθεμα anything dedicated neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀναθέματος — ἀνάθεμα anything dedicated neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”